- στερνόμαντις
- στερνό-μαντις, εως, ὁ, ἡ,A = ἐγγαστρίμυθος, S.Fr.59; cf. θυμόμαντις.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στερνόμαντις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνόμαντις — ὁ, ἡ, γεν. αρσ. άντεως, γεν. θηλ. άντιδος, ΜΑ άτομο που προφητεύει με αυθυποβολή ή υποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + μάντις] … Dictionary of Greek
στερνομάντεις — στερνόμαντις fem nom/voc pl (attic epic) στερνόμαντις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνομάντεσι — στερνόμαντις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνομάντισιν — στερνόμαντις fem dat pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνόμαντιν — στερνόμαντις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek